- κάδρο
- τό1) рамка; паспарту; 2) портрет, картинка в рамке; 3) кино кадр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάδρο — το (Μ κάδρον) 1. πλαίσιο, ιδίως εικόνας, κορνίζα 2. φωτογραφία, εικόνα ή ζωγραφικός πίνακας κορνιζαρισμένος 3. προσωπογραφία («το κάδρο τού πατέρα του») μσν. τετράγωνο, τετραγωνισμένη πινακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quadro (< λατ. quadrus… … Dictionary of Greek
κάδρο — το (λ. ιταλ.), κορνίζα, πλαίσιο εικόνας: Ο ζωγραφικός αυτός πίνακας είναι βαλμένος σε πολυτελές κάδρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κάντρο — το κάδρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quadro (< λατ. quadrus «τετράγωνος»)] … Dictionary of Greek
κορνίζα — η 1. πλαίσιο πινάκων, φωτογραφιών, διπλωμάτων κ.λπ., κατασκευασμένο από ξύλο, γύψο ή σίδερο, το κάδρο 2. το περίζωμα οικοδομημάτων ή επίπλων που εξέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cornise] … Dictionary of Greek
οπλίζω — (ΑΜ ὁπλίζω) (ενεργ. και μέσ.) 1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
Στιλ, Κλάιφορντ — (Still). Αμερικανός ζωγράφος (Γκράντια, Βόρεια Ντακότα 1904). Το 1941 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στο Σαν Φραντσίσκο και στη συνέχεια, το 1950, στη Νέα Υόρκη, όπου και εγκαταστάθηκε. Δίδαξε ζωγραφική στο Χάντερ Κόλετζ και συνεργάστηκε … Dictionary of Greek
cadru — CÁDRU, cadre, s.n. I. 1. Ramă în care se fixează un tablou, o fotografie etc. ♦ Tablou, fotografie etc. înrămate ♦ fig. Persoană foarte frumoasă. 2. Pervaz al unei uşi sau al unei ferestre. ♦ Deschizătură a zidului ocupată de o uşă sau de o… … Dicționar Român
άχωστος — η, ο 1. αυτός που δε σκεπάστηκε με χώμα, ο άταφος: Μερικοί νεκροί έμειναν άχωστοι. 2. αυτός που δεν εισχώρησε κάπου: Το καρφί είναι άχωστο και το κάδρο που θα κρεμάσεις βαρύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορνίζα — η (λ. ενετ.), το πλαίσιο φωτογραφιών, πινάκων, εικόνων κ.ά., κάδρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμηλός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο μικρός κατά το ύψος: Η πόρτα του σπιτού αυτού είναι χαμηλή. 2. ο κάτω του κανονικού και συνηθισμένου: Σήμερα είχαμε χαμηλή θερμοκρασία. – Έχει βάλει το κάδρο αυτό χαμηλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)